λιθογλυπτικός

λιθογλυπτικός
-ή, -ό
το θηλ. ως ουσ. η λιθογλυπτική
η λαϊκή γλυπτική σε λίθο, τα έργα τής οποίας μπορούν να διακριθούν σε κρήνες, λειτουργικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, θυρώματα, υπέρθυρα, φεγγίτες, διάφορες διακοσμητικές εντοιχισμένες πλάκες σπιτιών και εκκλησιών και ανάγλυφες επιτάφιες πλάκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”